ἀφορμῶ

ἀφορμῶ
ἀ̱φορμῶ , ἀφορμάω
make to start from
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀφορμάω
make to start from
pres imperat mp 2nd sg
ἀφορμάω
make to start from
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀφορμάω
make to start from
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀφορμάω
make to start from
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἀφορμάω
make to start from
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀφορμάω
make to start from
pres imperat mp 2nd sg
ἀφορμάω
make to start from
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀφορμάω
make to start from
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἀφορμάω
make to start from
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἀφορμάω
make to start from
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἀφορμάω
make to start from
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἀφορμάω
make to start from
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφορμή — η (AM ἀφορμή) 1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο 2. αιτία, ευκαιρία 3. δικαιολογία, πρόφαση 4. αιτία μιας αρρώστιας μσν. 1. τρόπος, δυνατότητα 2. μομφή, κατηγορία 3. αμηχανία, τρέλα αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αφορμώμαι — (Α ἀφορμῶ, άω) [αφορμώμαι] 1. αναχωρώ, ξεκινώ 2. έχω ως αφετηρία αρχ. 1. ξεκινώ 2. αισθάνομαι αποστροφή για κάτι …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • πολυάφορμος — ον, Μ αυτός που έχει πολλές αφετηρίες, πολλά σημεία εκκίνησης («πολυάφορμοι γραφαί», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄφορμος (< ἀφορμῶ «ξεκινώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”